- αδελφούλα
- και αδερφούλα, η [αδελφή]θηλ. τού αδελφούλης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδελφίνα — και αδερφίνα, η η αδελφούλα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδελφός. ΠΑΡ. αδελφίνι] … Dictionary of Greek
αδελφίτσα — και αδερφίτσα, η [αδελφή] 1. μικρή αδελφή, αδελφούλα 2. η αδελφή. χαϊδευτικά … Dictionary of Greek
αδελφούδα — και αδερφούδα, η [αδελφός] μικρή αδελφή, αδελφούλα … Dictionary of Greek
αδελφούλης — και αδερφούλης, ο (θηλ. ούλα) [αδελφός] 1. μικρός αδελφός ή αδελφή 2. ο αδελφός ή η αδελφή οποιασδήποτε ηλικίας, χαϊδευτικά 3. ως προσφώνηση αγαπητών και φιλικών προσώπων «αδελφούλη (μου)!», «αδελφούλα (μου)!» … Dictionary of Greek